μαλαγάνα

μαλαγάνα
μαλαγάνα, η και μαλαγάνας, ο
(λ. ισπαν.), αυτός που πετυχαίνει το σκοπό του με κολακείες και γαλιφιές: Είναι μαλαγάνα γι' αυτό πέτυχε να πάρει αύξηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαλαγάνα — η, και μολαγάνας, ο αυτός που προσπαθεί να επιτύχει τον σκοπό του με κολακείες και με προσποιητή αγάπη, ο γαλίφης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. malagana. Ο τ. μαλαγάνας < μαλαγάνα, με αλλαγή γένους (πρβλ. μάγκα > μάγκας)] …   Dictionary of Greek

  • μαλαγανεύω — [μαλαγάνα] καλοπιάνω κάποιον για να επιτύχω κάτι, κολακεύω κάποιον από συμφέρον, γαλιφεύω …   Dictionary of Greek

  • μαλαγανιά — η [μαλαγάνα] η επίδειξη αγαθότητας και αγάπης από υστεροβουλία, η κολακεία, η γαλιφιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”