- μαλαγάνα
- μαλαγάνα, η και μαλαγάνας, ο(λ. ισπαν.), αυτός που πετυχαίνει το σκοπό του με κολακείες και γαλιφιές: Είναι μαλαγάνα γι' αυτό πέτυχε να πάρει αύξηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.